παγκρατής — all powerful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατῆ — παγκρατής all powerful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παγκρατής all powerful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παγκρατής all powerful masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατεῖ — παγκρατής all powerful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) παγκρατής all powerful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατεῖς — παγκρατής all powerful masc/fem acc pl παγκρατής all powerful masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατές — παγκρατής all powerful masc/fem voc sg παγκρατής all powerful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατοῦς — παγκρατής all powerful masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
Pancrates of Athens — Pancrates ( el. Παγκρατης) of Athens, was a Cynic philosopher who lived c. 140 AD. Philostratus relates, that when the celebrated sophist Lollianus was in danger of being stoned by the Athenians in a tumult about bread, Pancrates quieted the mob… … Wikipedia
ПАНКРАТ — • Pancrătes, Παγκράτης, 1. сочинитель эпиграмм в греческой антологии; 2. сочинитель стихотворения Άλιευτικά и элегии Θαλάσσια έργα; 3. александрийский поэт, который был принят в александрийский музей за свои… … Реальный словарь классических древностей
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek